- υποτριορχης
- ὑποτριόρχηςὑπο-τριόρχης-ου ὅ предполож. сарыч Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υποτριόρχης — ὁ, Α είδος γερακιού με μεγάλα φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τριόρχης «είδος πτηνού»] … Dictionary of Greek
ὑποτριόρχαι — ὑποτριόρχης hawk masc nom/voc pl ὑποτριόρχᾱͅ , ὑποτριόρχης hawk masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)